-
1 излучать
ρ.δ.μ. ακτινοβολώ. || εκπέμπω, αναδίδω διαχέω•солнце -ет тепло οίήλιος εκπέμπει θερμότητα.
|| μτφ. έχω περιχαρή όψηеё глаза -ли тихую радость τα μάτια της έλαμπαν από σιωπηλή χαρά.
ακτινοβολούμαι. || εκπέμπομαι, αναδίδομαι λάμπω. || μτφ. έχω περιχαρή όψη•из его глаз -лась доброта τα μάτια του έλαμπαν από καλοσύνη (ή σκορπούσαν) καλοσύνη.